εύφαμος

εύφαμος
εὔφαμος, -ον (Α)
δωρ. τ., βλ. εύφημος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὔφαμος — εὔφᾱμος , εὔφημος uttering sounds of good omen masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφαμώ — εὐφαμῶ, έω (Α) [εύφαμος] δωρ. τ. βλ., ευφημώ …   Dictionary of Greek

  • εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”